Τι είναι η κρυψορχία
Κρυψορχία ονομάζεται η αποτυχία των όρχεων να κατέβουν στο σάκο του δέρματος κάτω από το πέος, δηλαδή στο όσχεο. Ονομάζεται αλλιώς και «μη κατελθών όρχις». Η κατάσταση δεν είναι συχνή, ωστόσο εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια που γεννιούνται πρόωρα. Κατά την ανάπτυξη του αρσενικού εμβρύου, οι όρχεις εμφανίζονται ψηλά μέσα στην κοιλιά και κοντά στα νεφρά. Κατά τη διάρκεια της έβδομης εβδομάδας της ανάπτυξης, οι όρχεις αρχίζουν να κατεβαίνουν προς τη βουβωνική χώρα. Θα πρέπει να έχουν φτάσει στην τελική τους θέση στο όσχεο έως τον 6ο μήνα μετά τη γέννηση.
Οι όρχεις παράγουν το σπέρμα και την τεστοστερόνη, την «αρσενική» ορμόνη. Ένας έκτοπος όρχις, αυτός δηλαδή που δεν πήρε την κανονική του θέση, μπορεί να παράγει ορμόνες, αλλά η ικανότητα να παράγει σπέρμα διαταράσσεται.
Από το σύνολο των τελειόμηνων αρσενικών βρεφών, σχεδόν 1% έχει κρυψορχία σε ηλικία 1 έτους. Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη συγγενή ανωμαλία των γεννητικών οργάνων στα νεογέννητα αρσενικά βρέφη. Συνήθως, μόνο ένας όρχις επηρεάζεται. Όμως, σε ένα ποσοστό περίπου 10% ανάμεσα στα παιδιά με κρυψορχία και οι δύο όρχεις επηρεάζονται.
Συνοπτικές σημειώσεις για τη θεραπεία της κρυψορχίας
- Τα αγόρια με ανασπώμενους όρχεις δεν χρειάζονται ιατρική ή χειρουργική θεραπεία, αλλά απαιτούν στενή παρακολούθηση μέχρι την εφηβεία.
- Η χειρουργική επέμβαση για τη μετακίνηση του μη κατελθόντος όρχεως στο όσχεο πρέπει να γίνει στην ηλικία των 12 μηνών, το αργότερο μέχρι 18 μηνών.
- Για τα αγόρια με μη ψηλαφητούς όρχεις και χωρίς εμφανείς διαταραχές της σεξουαλικής ανάπτυξης, η λαπαροσκόπηση είναι ο καλύτερος τρόπος να βρεθεί ένας όρχις στην κοιλιά. Ο όρχις μπορεί να αφαιρεθεί ή να τοποθετηθεί στη σωστή θέση κατά τη διάρκεια της ίδιας επέμβασης.
- Η ορμονική θεραπεία δεν αποτελεί συνήθη θεραπεία.
- Για ένα αγόρι ηλικίας 10 ετών και άνω με έναν κανονικό όρχι και έναν όρχι στην κοιλιά, μπορεί να ληφθεί η απόφαση για αφαίρεση του μη ψηλαφητού όρχι, λόγω του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου των όρχεων αργότερα.
- Τα αρσενικά νεογνά με μη ψηλαφητούς όρχεις, θα πρέπει να αξιολογούνται για πιθανές διαταραχές της σεξουαλικής ανάπτυξης.